Ένας παπάς με γυαλιά ηλίου – μάσκα, σαν σκιέρ με ράσα, κινδυνεύει να πέσει σε μια μωρομάνα την ώρα που κάτι θαυμάζει στο Instagram του iPhone του με περισσότερο δέος από αυτούς που αντίκρισαν αδειανό τον Πανάγιο τάφο.
Έξω από τον Πάπυρο, ένας ηλικιωμένος παιζει με τα πουλιά που χαράζουν σκιές στον ήλιο του. Τα πλούσια μακριά κάτασπρα μαλλιά του, κατ’ εντολή της χακί ταχυδρομικής τσάντας και με τη συναίνεση του φανταχτερού φούξια πουκάμισου που τον φοράει, σχεδόν έχουν καταφέρει να αποτινάξουν τον ζυγό του σκούρου μπλέ μπερέ που πασχίζει να τα τιθασευσει.
Μια μεσήλικη τσιγγάνα σέρνει τις ξεχαρβαλωμένες σαγιονάρες της πάνω σε ένα συνοθύλευμα από μοτίβα, μωσαϊκα, σχάρες και πλάκες που μοιάζουν να έχουν μοιραστεί τυχαία στο δρόμο από τον κάθε αιρετό πού ήθελε να αφήσει μια υπογραφή στην ιστορία της πόλης. Πάνω από την μπλέ κατεβασμένη μάσκα της ποζάρουν παιχνιδιάρικα ροζ πουά. Καπνός φαίνεται να ανεβαίνει από το στόμα της. Έχει σχεδόν φάει τη γόπα που αχνοφαίνεται. Πίσω της έλκονται χρυσές κορδέλες σαν και αυτές που δένουμε τα κουτιά με τα γλυκά. Στην άλλη άκρη καμιά ντουζίνα φουσκωτοί Νέμο και Hello Kitty τραβιούνται βίαια από έναν χωροχρόνο στον οποίο ο 17χρονος γιος μου κρατάει μπιμπερό και φωνάζει Μαμου – Γιαχι κουνωντας τα μικροσκοπικά χεράκια του.
Να κάθεστε ψηλά….