Η πρώτη μυτιά ιωδίου ταξιδεύει αστραπιαία στον εγκέφαλο και αρχίζει ο τρελός χορός στις συνάψεις μου. Εκατομμύρια νευρώνες αφυπνίζουν άξαφνα ο ένας τον άλλον. Βλέπω το ζεστό χαμόγελο του παππού μου, μυρίζω το σκόρδο και το βασιλικό από τα μακαρόνια της γιαγιάς μου, νιώθω τον καυτό ήλιο κατακόρυφα από πάνω μου να μου δίνει μια παιχνιδιάρικη σπρωξιά. Δροσίζομαι, χτυπώ τα μηνίγγια μου και τ’ αυτιά μου ξεβουλώνουν, ακούω χαχανητά, «κατζάνες», «καρφίδια». Τα βρεγμένα μου πέλματα συναντούν το καυτό βότσαλο. Γέρνω και λικνίζομαι σαν βάρκα στα μελτέμια του Αυγούστου. Κρύβομαι πίσω από έναν τοίχο βαμμένο ώχρα. Βλέπω το Συφωνιό να καθοδηγεί ένα κονβόι από παραφορτωμένα γαϊδουράκια φωνάζοντας οχχχ κάθε φορά που κραδαίνει τη μαγκούρα του. Το καραβάκι σφυρίζει, θα γεμίσει ο κόσμος εκστασιασμένους ταξιδιώτες. Σκύβω ενστικτωδώς να αποφύγω μια δερμάτινη μπάλα που σπάει το τζάμι πίσω μου. Γυρίζω το κεφάλι μου. Είμαι περικυκλωμένος από νεοκλασικά, σκαρφαλωμένα στους λόφους.
Ένα αναποφάσιστο δάκρυ, τελικά προτιμά να υγράνει τα μάτια μου.
Είμαι σπίτι μου.
(αυτό το κείμενο γράφτηκε με αμεσότητα χωρίς να το πολυσκεφτώ, καθώς με πλυμμηριζαν συναισθήματα με το που πάτησα το πόδι μου μετά από ένα έτος – το 2021 στον τόπο που γεννήθηκα και μεγάλωσα, το Νησί της Σύμης)