*σύντομη αληθινή ιστορία, που εκτυλίχθηκε το 2018 στη Σύμη. Μου τη διηγήθηκε ο Πανορμίτης Αλεξόπουλος.
Το μαλακό φως από τις οριζόντιες ακτίνες του ήλιου που εκπληρώνει για μια ακόμη φορά το αέναο καθήκον του, λούζει το Συμιακό καλντερίμι με τα ωχρά νεοκλασικά να σκαρφαλώνουν αμφιθεατρικά στο λόφο πίσω του. Μαστόροι που μετέφεραν την τέχνη τους αμόλυντη από γενιά σε γενιά, τα στόλισαν με κόκκινα κεραμίδια και ξύλινες καφέ μπαλκονόπορτες, που οδηγούν σε μπαλκόνια με περίτεχνα σκαλιστά μεταλλικά κάγκελα, να δεσπόζουν αιωρούμενα πάνω από το γαλάζιο του αιγαίου.
Από κάτω, δυο ζευγάρια παντόφλες, σούρνονται θορυβωδώς στο πλακόστρωτο. Το βλέμμα ανεβαίνει από το μπροστινό ζευγάρι, αυτό με την υπερμεγέθη κίτρινη μαργαρίτα που το στολίζει, και ακολουθεί το λινό παρεό για να καταλήξει σε μια μάλλον αποτυχημένη αισθητική επέμβαση στα χείλη που τραβάει την προσοχή, παρά το ψάθινο καπέλο με το τεράστιο γείσο που κρατά την υπερβολή στη σκιά.
Μισό βήμα πιο πίσω, υποχρεώνεται να ακολουθεί το δεύτερο ζευγάρι παντόφλες, τις οποίες κάνεις θα χαρακτήριζε μάλλον συνηθισμένες. Αυτός που τις φοράει καλύπτει το ξυρισμένο κεφάλι του με ένα γκρίζο αμερικάνικο τζόκεϊ και έχει το επίσης ξυρισμένο γραμμωμένο του κορμί ακάλυπτο. Δυο χέρια συνδέουν τα κορμιά που φορούν τα δυο ζευγάρια.
Το διακεκομμένο μηχανικό μούγκρισμα που ακούγεται από το βάθος, είναι αρκετά πίσω ακόμη για να διαταράξει την τάξη των πραγμάτων. Βγαίνει από τα σπλάχνα ενός κατάμαυρου σκούτερ που το οδηγεί ένας το ίδιο κατάμαυρος από τον ήλιο αναβάτης. Μια γκαζιά – τσούλημα δέκα μέτρα, ξανά άλλη μια γκαζιά άλλα δέκα μέτρα και ούτω καθ’ εξής. Με αυτό τον τελετουργικό ρυθμό, το δαιμονικό άρμα, πλησιάζει τα ζευγάρια με τις παντόφλες περίπου στα δέκα μέτρα και ετοιμάζεται να το προσπεράσει από τα δεξιά.
Μια γάτα, είχε την ατυχία να πέσει στο ιντερμέδιο ανάμεσα στις δυο γκαζιές όταν αποφάσισε να διασχίσει με υπερβολική σιγουριά το πλάτος του πεζοδρομίου. Ο μετρίου αναστήματος συνοφρυωμένος οδηγός που φοράει μόνο το σήμα κατατεθέν – speedex μαγιό του, την βλέπει και εγκαίρως κοκκαλώνει τα φρένα. Μια μακρόστενη ασημένια αεροδυναμική μορφή εκτοξεύεται σαν τορπίλη από την ποδιά του σκούτερ και περνάει αιφνίδια σύριζα από τα μουστάκια της γάτας, αφήνοντας ένα γνώριμο σε εκείνην άρωμα. Γλιστράει επιδέξια διασχίζοντας κατά μήκος το πλακόστρωτο και περνάει ανάμεσα στα ανυποψίαστα ζευγάρια από τις παντόφλες, οι οποίες έμειναν καρφωμένες στο πάτωμα καθώς τα πόδια που τις φορούσαν, τρομαγμένα επιδόθηκαν σε πιρουέτες που θα τις ζήλευε ο καλύτερος χορευτής του πρώην ανατολικού μπλοκ από το οποίο μάλλον προέρχονταν.
Καθώς λιώνει και το τελευταίο κομματάκι πάγου, η τριβή φρενάρει τον λούτσο (*ψάρι) μερικά μέτρα πιο κάτω. Το σκούτερ σταματά ακριβώς εκεί και ο Μιχαλούτσος, χωρίς να ασχοληθεί με τους ακόμα σοκαρισμένους τουρίστες κατεβαίνει και τον μαζεύει στον γανωμένο ασημένιο κουβά, για να κάνει παρέα στους υπόλοιπους ατυχείς του είδους του που ψαρεύτηκαν.