4/5/17
Το καραβάκι στη Σύμη σφύριζε διαπεραστικά κάθε πρωί στις 11. Ήταν το δικό μου καμπανάκι του Pavlov. Αυτό που έκανε τις κόρες των ματιών μου να διαστέλλονται και το σήμα κατατεθέν – ηλίθιο χαμόγελο, να ζωγραφιζεται στο στρουμπουλό μου πρόσωπο.
Ήταν η μόνη δύναμη της φύσης που θα μπορούσε να με χωρίσει με την μισοτελειωμένη σοκολατίνα μου. Προσωρινά. Γιατί θα με περίμενε υπομονετικά στο ψυγείο περίπου μισή ώρα για να ρίξει και αυτή τις κλεφτές της ματιές από το παράθυρο της καθημερινής μου απόδρασης.
Πόρτα ψυγείου, πόρτα της καφετέριας μας, ανοικτή πόρτα του κυρίου Μανώλη απέναντι, ματιά και έκφραση του κυρίου Μανώλη που σίγουρα σκεφτόταν «ωχ, πάλι θα με πρήξει το κωλόπαιδο και έχω 100 δουλειές». Αλλά ο κύριος Μανώλης πάντα γελούσε, ακόμα και όταν με ψευτομάλλωνε. Δεν νομίζω να είχε τέτοιο πάθος άλλη ύπαρξη με το αντικείμενο της δουλειάς του.
Αυτή η παράξενη λέξη «Νεωτερισμοί» (δεν την καταλάβαινα τη λέξη, αλλά μάλλον σήμαινε πουλάμε από όλα) στην ξύλινη ταμπέλα, έβγαζε για τον κύριο Μανώλη το μεροκάματο για να συντηρείται η μαζοχιστική και ελάχιστα επικερδής ενασχόληση με το βάσανο του ποδοπατήματος και της δημιουργικής βρισιάς, που του πάσαρε εντέχνως ο πατέρας μου ένα χρόνο πριν γεννηθώ. Αλήθεια πατέρα! Άρχισες να μου κάνεις πλάκα πριν γεννηθώ. Αλλά η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που μπορεί να τρώγεται κρύο από τα 4 σου έτη. Το πλήρωσε ακριβά.
«_ Θείε Μανώλη !!!! Σφύριξε το καραβάκι ! Άντεεεεε !»
Θείε ήταν το κύριε στη Σύμη. Ο δικός μου Αη Βασίλης, ο “θείος” Μανώλης ερχόταν κάθε μέρα. Αντί για έλκυθρο είχε ένα μαύρο φθαρμένο ρετρό ποδήλατο που χώραγε στη σχάρα του, δεμένες με έναν υποκίτρινο σπάγκο, όλη τη γνώση και την μαγεία από την οποία με χώριζε η θάλασσα.
Το δεξί πόδι, στο αριστερό ασημένιο πετάλι, μία, δύο, χοπ, τρεις πεταλιές στο γεφυράκι και ένα 20 λεπτο που έμοιαζε περισσότερο με την αναμονή της Πηνελόπης αλλά πάντα με τη σιγουριά ότι θα γυρίσει και μάλιστα φορτωμένος.
Λίγο πριν είχε αρχίσει να στήνεται η ουρά. Γέροι με βρωμερές πίπες και κοκκάλινες γυαλούμπες στο χρώμα του φλιτζανιού που κέρναγαν τον καφέ στην εκκλησία. Νεαροί χάχες με σγουρή χαίτη σαν την περικεφαλαία των μπρούτζινων αγαλματιδίων που είχε στην μπροστινή ξύλινη βιτρίνα ο κυρ Μανώλης έξω από το μαγαζί και απορούσα γιατί διάολο τα παίρνουν οι τουρίστες. Και με κάτι πουκάμισα που με έκαναν να αναρωτιέμαι αν η μαμά τους είχε χάσει κανένα καρό τραπεζομάντηλο.
Δυο τρεις κυρίες συμπλήρωναν αταίριαστα το κάδρο με την περμανάντ τους και τις ορθογώνιες τσαντούλες τους παραμάσχαλα, πάντα ασορτί με το φλοράλ μάξι φόρεμα. Παντελόνι, φόραγε μόνο η θεία μου η Λίτσα από τη Ρόδο, η μοντέρνα. Κάπνιζε κιόλας. Λίτσα, θα έπρεπε να φοράς το μεγαλύτερο γαλάζιο χάντρο που υπήρχε και πάλι αμφιβάλλω αν είχε ισχύ να σε προστατέψει από ξόρκι που σχηματίζει παγωμένο δόρυ βουτηγμένο σε αρσενικό.
Εκμεταλλευόμενος το ηλίθιο χαμόγελο που σας έλεγα δεν περίμενα στην ουρά. Μόλις ξεπρόβαλε το ποδήλατο έμπαινα μπροστά – μπροστά. Και δικαιωματικά. Γιατί τι να φτουρήσουν ο Αναστόπουλος και ο Σαραβάκος μπροστά στον «Τερματοφύλακα – Γιατρό» και τον Ρόυ τον Ρόβερς. Το σύμφωνο της Βαρσοβίας μπορούσε να περιμένει τις αποφάσεις της Γαλαξιακής Αυτοκρατορίας.
Μες το που έμπαινε το πρώτο δέμα στο μαγαζί, το βυζάκωνα σαν χταπόδι και έκοβα με τη χάρη ενός δήμιου τον σπάγκο που κρατούσε φυλακισμένους τους ήρωες μου. Εγώ ήμουν ο δικός τους. Ξυπόλυτος αλλά αγέρωχος με το μικροσκοπικό μαχαιράκι από το ανοιχτήρι του μπαμπά, το οποίο ακόνιζα κρυφά στην πέτρα. Διάβαζα με αγωνία το δελτίο να δω με τι θα ονειρευόμουν αυτή τη φορά και φρόντιζα πρώτα να βγάλω από τη μέση τους φασαριόζους για να ζαχαρώσω ιεροτελεστικά με την ησυχία μου.
«20 Φως, 10 Αθλητική, 12 Φίλαθλος, 30 Νέα, 25 Ακρόπολη…….. άντε και 20 Ρομάντζο, 10 Άρλεκιν πάρε κι εσύ θεία να φύγεις από τη μέση»
Με αγωνία τα ιδρωμένα μου δάχτυλα από τη μεσημεριάτικη αφόρητη ζέστη της Σύμης, αγγίζουν την ιλουστρασιόν έκδοση του Σούπερμαν. Ανάσα. Αλλά θα πάρω και τα Κλασσικά του Disney με το χαρτόνι που μυρίζει τόσο όμορφα. Και το Μπλεκ με εξώφυλο τη Νταίζη από τους Ντιούκς. Και τον Τιραμόλα, το Σεραφίνο, τη Βαβούρα, τον Ποπάυ, το Τρουένο.
Περίμενε. Δεν έρχονταν όλα την ίδια μέρα. Ε τότε θα πάρω ότι ήρθε. Όλα !!!! Το ένα θα αφήσω να το δει και η άλλη μισή σοκολατίνα !
Το δάχτυλο μου 3-4 ώρες μετά γυρίζει την τελευταία σελίδα. Στον κάμπο για μπάλα γιατί δεν αντέχεται η αναμονή μέχρι το επόμενο σφύριγμα………